Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

"Τα παιδικά μου καλοκαίρια"


Κυριακή, 15 Αυγούστου 2010

ΑΙΔΗΨΟΣ

Αιδηψός. Παιδικά μου καλοκαίρια . Ανέμελος, όλη την ημέρα με ένα μαγιό κι ένα ποδήλατο. Μέτραγα τα μπάνια διπλά. Και το πρωινό και το απογευματινό. Δεν με ένοιαζε τίποτα σ’ αυτήν την λουτρόπολη του κουμ καν και των γιαγιάδων που πρόσεχαν τον μπαλαντέρ και το εγγονάκι τους.
Κάθε απόγευμα η αστυνομία έκλεινε τον παραλιακό δρόμο για τα αυτοκίνητα. Βγαίναν λοιπόν οι πεζοί για την υποχρεωτική, για να περάσει ο χρόνος, βόλτα τους. Μεγάλη χαρά για μας, τα παιδιά με τα ποδήλατα. Σαν να περνάγαμε πόρτες στο σκι. Φόρα και τρομεροί ελιγμοί για να αποφύγουμε τις κυρίες που είχαν χτενιστεί στο ντόπιο κομμωτήριο. Το χτένισμα που επικρατούσε ήταν το καφάσι. Έτσι ήταν το κεφάλι τους. Σαν να κουβαλούσαν τα μαλλιά με την κάρα τους. Τα περισσότερα ήταν στημένα με τη λακ, κομοδινί χρώμα και φουσκωτά προς τα πάνω για να τονίζεται το μέτωπο.
Γέλια στα τρακαρίσματα με τους περιπατητές, που δεν είχαν και κάποια συγκεκριμένη πειθαρχεία. Όπως ήθελαν πήγαιναν, οπότε και να απέφευγες το πρώτο ή το δεύτερο ζευγάρι, καθότι δεν υπήρχε ορίζοντας, ποτέ δεν μπορούσες να προβλέψεις τι θα συναντούσες μετά. Σ’ αυτά λοιπόν τα τρακαρίσματα πέφτανε και μερικά χαστούκια ή καμιά βρισιά ανάλογα με το μέρος του σώματος που είχες βρει. Έτσι έμαθα ποδήλατο με δύο ρόδες αναγκαστικά. Οι βοηθητικές δεν βοηθούσαν τους ελιγμούς και σχεδόν πάντα βρίσκανε τακούνια.
Οι κυρίες τότε, όταν κολυμπάγανε το πρωί, φοράγανε σκούφιες. Να μην βραχεί το μαλλί. Για να μην ξεβάψει; Για να είναι έτοιμο για την απογευματινή συνάντηση με τα ποδήλατα; Δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Όμως το κεφάλι με την πολύχρωμη λουλουδάτη σκούφια, ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να βελτιώσουμε το σημάδι μας στα σουτ με την μπάλα. Σιγά-σιγά πλησίαζε η ομάδα που έπαιζε νερομπαλλιές κι έμπαινε στο στόχαστρο ένα συγκεκριμένο χρώμα. Επίσης ο τερματοφύλακας έκανε πλάγια βηματάκια για να βρεθεί κοντά στην σκούφια, και δήθεν δεν μπορούσε να αποκρούσει το σουτ. Αυτός τα άκουγε πιο πολύ από την κυρία που θεωρούσε αυτόν υπεύθυνο κι όχι τους επιθετικούς. Η γυναίκα κρίνει πάντα μέσω απόστασης. Ο κοντινός της φταίει. Όπως και στην ομάδα ποδοσφαίρου. Για όλα φταίει το τέρμα. Ο μαλάκας που τα χάνει μπροστά, ποτέ.
Άλλες φορές η κατάσταση πήγαινε στα άκρα, οπότε χρειαζόταν η επέμβαση των δικών μας γιαγιάδων:
- Τα παιδιά έχουν γονείς κυρία μου για την παρατήρηση σας. Και στο κάτω - κάτω, παιδιά είναι δεν τα βλέπεις; Ολόκληρη θάλασσα, πάνω τους πήγες να κολυμπήσεις; Για όνομα του θεού πια.
Η γιαγιά ήταν απίθανη. Καθαρή πολιτική θέση και προστάτης της μπάλας της δικιάς μας. Διότι και αυτή φορούσε σκούφια, είχε κάνει και αυτή κεφαλιές κι είχε ακριβώς την ανάποδη αντίδραση όταν τα παιδιά ήταν ξένα και έπαιζαν με άλλη μπάλα.
- Ε, αμάν ρε παιδιά. Θα μας βγάλετε κάνα μάτι. Πάτε λίγο πιο πέρα. Δεν είναι γήπεδο η θάλασσα.
Θέλανε να κολυμπήσουν οι γιαγιάδες. Ξέρετε πως το κάνανε τότε. Μπαίνανε μέσα στο νερό και καθόντουσαν ακίνητες. Σαν επιπλέοντα νούφαρα ήσαν με τις σκούφιες. Βασικά μιλάγανε. Όταν αποφάσιζαν να κάνουν και μερικές απλωτές, κάνανε το γεροντοκρόουλ μετά σχολίων. Στυλ που υπάρχει και σήμερα βέβαια. Η γιαγιά πάντα κολυμπάει πλάγια. Γυρνάει στη μια μεριά, τεντώνει το ένα χέρι μπροστά, και κλωτσάει με το ανάποδο πόδι το νερό. Η άλλη γιαγιά αντικρυστά για να μιλάνε ή για να βοηθηθούν σε πιθανό πνιγμό. Μετά από καμιά τριανταριά μέτρα, στην επιστροφή, γίνεται αλλαγή πλευράς και από τις δύο γιαγιάδες για να ισομερισθεί η άθληση.
Αλλά ρε παιδί μου κι εμείς, όταν δεν θέλαμε να τις πετύχουμε, διότι θέλαμε να παίξουμε, δεν γλυτώναμε την ζημιές. Αφού όλη η θάλασσα σκουφιοκρατόταν. Και στου διαόλου την μάνα να είχαμε πάει, ερχόντουσαν οι γριές σε μας. Αλλά και να μην τις πετύχαινες, και μόνο που έπεφτε η μπάλα κοντά τους και τις πιτσιλούσε, αφού γινόταν το τίναγμα του κεφαλιού για να φύγουν οι σταγόνες από τις σκούφιες λες και θα μαραίνονταν τα λουλούδια, ξανά μανά οι παρατηρήσεις.
Δεν αργήσαμε και πολύ. Βρήκαμε το καινούργιο παιχνίδι: Μπάλα να μην χτυπάει καμία αλλά να πέφτει πολύ κοντά σε γιαγιά που δεν φορούσε σκούφια για να της βρέξει το μαλλί, ή γιαγιά πού έμπαινε σιγά - σιγά στην θάλασσα για να συνηθίσει την θερμοκρασία και δεν ήθελε μπαλάτο πιτσίλισμα. Που όμως τελικά δεν το απέφευγε.
Το απογεματάκι, σινεμά ανοιχτό. Στην Αιδηψό κυριαρχούσαν δραματικές ταινίες. Ελληνικές ή Τούρκικες πού χώριζαν το φιλοθέαμο κοινό στα δύο. Στις μπροστινές θέσεις τα παιδιά που γέλαγαν, και στις πίσω, οι γιαγιάδες με το κλάμα του θανάτου. Μπάχαλο το σινεμά και βροχή οι παρατηρήσεις:
-Αμάν πια κακομαθημένα. Αυγά σας καθαρίζουν και γελάτε; Δεν καταλαβαίνετε ότι η γυναίκα έχασε τον άνδρα της στον πόλεμο; Δεν καταλαβαίνετε ότι την παράτησε την κοπέλα χωρίς λόγο; Ούτε ένα έργο δεν μπορούμε να δούμε πια;
Ένα βράδυ έλαχε να παιχτεί πολεμικό έργο. Μια τεράστια ναυμαχία μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών. Με πήγε ο παππούς μου, που ήταν λάτρης αυτών των έργων και βαθύς μύστης της ιστορίας κι είχε αγαπημένο χόμπυ τα επεξηγηματικά σχόλια προς τον εγγονό.
Στο έργο έγινε της πουτάνας. Σκοτώθηκε κόσμος και κοσμάκης κι εξαφανίσθηκαν όλα τα καράβια των εχθρών. Θυμάμαι όμως και τα τρομερά νεύρα του παππού μέχρι και την ώρα που γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και συναντήσαμε την γιαγιά που έπαιζε τα χαρτιά της. Με αδιάφορο ενδιαφέρον μας ρώτησε:
-Πώς ήταν το έργο παιδιά; ( την αιχμή δεν την κατάλαβα τότε, αλλά δεν αφορούσε εμένα σίγουρα ).
-Μου άρεσε πολύ, είπα εγώ.
Ο παππούς είχε άλλη γνώμη.
-Αηδίες. Κάτι καραβάκια είχαν βάλει μέσα σε μια λεκάνη, είχαν βάλει και τα χέρια τους μέσα και κάνανε κύματα. Όλα ψεύτικα ήταν, σαν τα παιχνίδια του μικρού. Δεν μπορούν να κοροϊδέψουν εμένα οι Αμερικάνοι.
Αισθάνθηκα κι εγώ κορόιδο. Η γιαγιά κατέβασε μία τρίτη με φιγούρες, που ακόμα θυμάμαι ότι είναι σημαντικές στο παιχνίδι των μεγάλων. Άλλωστε τέτοιες μαζεύαμε κι εμείς με τους αγαπημένους μας ποδοσφαιριστές. Τότε ήμασταν πιο λογικοί διότι παίζαμε εμείς μπάλα. Σήμερα νομίζουμε ότι συνεισφέρουμε σε κάτι που δεν παίζουμε, διότι είμαστε ο δωδέκατος ή ο έβδομος ή ο έκτος παίκτης, ανάλογα με το τι σπορ βλέπουμε. Σε λίγο στο γκόλφ θα γίνουμε τρύπα ή ρακέτα στο τένις. Στον κλασσικό αθλητισμό δεν έχω άποψη. Αλλά το να γίνω ταπί που θα υποδεχθεί την Πρεζεράκου, δεν με χαλάει. Και είπε η γιαγιά:
-Και τί ήθελες Κώστα μου; Να καταστρέψουν έναν ολόκληρο πραγματικό στόλο για να είσαι ευχαριστημένος; Ψεύτικα είναι τα πολεμικά έργα. Μόνο τα κοινωνικά αξίζουν.
Και οι σκούφιες στην θάλασσα, σκέφτηκα εγώ. Το γνήσιο και πρωινό πολεμικό δράμα στα νερά της Αιδηψού. Ωραία καλοκαίρια τότε. Τώρα πιο καλοί οι χειμώνες. Διότι τώρα είμαστε εμείς οι γιαγιάδες και δεν θέλουμε να πάθουμε τα ίδια.


ΠΗΓΗ: steven-avramidis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου