Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Αιδηψός, η λουτρόπολη


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΑΡΧΕΙΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ

Λιλίκα Νάκου (1903-1989)

Συγγραφέας

Εις τας λαϊκάς ιαματικάς πηγάς της Αιδηψού, μπορεί κανείς να δη μιαν άλλη κατηγορία της πασχούσης ανθρωπότητος. Οπως είπαμε εάν εις την Αιδηψό έρχωνται λουόμενοι για να διασκεδάσουν, οι περισσότεροι έρχονται διά να θεραπευθούν από την βασανιστικήν αυτήν αρρώστεια των ρευματισμών.

Στις ιαματικές πηγές βλέπει κανείς τον λαό που έχει ξεκινήσει είτε από το χωριό του ή από κάποια συνοικία μεγάλης πόλεως να περιμένη την σειρά του για να κάνη το μπάνιο του που πληρώνει δρχ. 16. Οσοι έχουν πιστοποιητικό απορίας κάνουν τα λουτρά των δωρεάν.

Να, μια γυναικούλα που κουβαλιέται με το φορείο. Φορά χωριάτικα. Η μορφή της είνε ωχρή, τα χέρια της, τα δάκτυλά της προ παντός, στας αρθρώσεις, τελείως παραμορφωμένα.

Οπως τα μπάνια όλα είνε κατηλειμμένα, την αποθέτουν με το φορείο σε ένα στρίποδο με σανίδες, επίτηδες βαλμένο εκεί για τους βαρυά ασθενείς.

Η καημένη η γυναικούλα, νεωτάτη, αναστενάζει, και ευχαριστεί τους καλούς γείτονας που την κουβάλησαν.

«Και κάθεσαι μακρυά από τις πηγές;» την ρωτώ.

«Οχι· πιάσαμε ένα δωμάτιο εδώ κοντά. Εχω ρθη με μιαν ξαδέρφη μου και με τον άνδρα μου, γιατί μοναχή μου δεν μπορούσα αλλοίμονο να ρθω! Είμαστε από ένα χωριό έξω από την Καρδίτσα».

«Και πώς τόσο νέα έπαθες ρευματισμούς;»

«Ας τα κυρά μου! Η κακιά μου μοίρα. Εμείς οι φτωχοί βλέπετε δεν κάνουμε πάντα όπως τα θέλουμε. Εργαζόμουν στα κτήματά μας, γιατί όπως θα ξέρετε, όλες, εμείς, η χωριάτισσες δουλεύουμε την γη. Πέρσι λοιπόν την άνοιξη, ήμουν στο χωράφι και δούλευα. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την πουκαμίσα μου. Ξαφνιά έπιασε μια μεγάλη βροχή, μια μπόρα που με έκανε λούτσα. Αντίς να γυρίσω ν' αλλάξω η κουτή, κάθησα και στέγνωσα όπως μάλιστα σε λίγο ξαστέρωσε και ο καιρός. Αυτό ήταν κυρά μου. Το βράδυ το ίδιο έπεσα με πυρετό, και όλο το σώμα μου με πονούσε. Υστερα από κάμποσο καιρό, σαν κάλεσε ο άνδρας μου ένα γιατρό του χωριού, μας είπε πως έπαθα οξείς ρευματισμούς. Οι πόνοι που τράβηξα είνε αξέχαστοι κυρά μου».

«Και τι σου έκανε ο γιατρός;»

«Εφερε εδώ ό,τι μπόρεσε, ενέσεις, φάρμακα, έξοδα. Οπου φτωχός και η μοίρα του, λένε. Ασε που δεν μπορώ να δουλεύω και ο άνδρας μου πληρώνει τώρα ξένον άνθρωπο για να δουλεύη στα κτήματά μας. Φέτος δυο γιατροί από την επαρχία που έφερε ο άνδρας μου να με δούνε στο χωριό είπανε να με φέρουνε εδώ στην Αιδηψό! Δόξα ο Θεός που έχω καλόν και πονετικόν άνδρα. Με λυπήθηκε κι' αμέσως με τις οικονομίες του, με κουβάλησε ο δόλιος».

«Εννοια σου, θα γίνης καλά. Αν δεν φύγης περπατώντας από δω, να έρθης να με... βρίσης» της έκανε η μπανιέρισσα. Και εξηκολούθησε:

«Δέκα έξη χρόνια τώρα δουλεύω κάθε καλοκαίρι ως μπανιέρισσα εδώ. Μα το Θεό, στα παιδάκια μου, αν σου λέω ψέματα, οι περισσότεροι απ' όσους έρχονται πιασμένοι γίνονται καλά».

Η μπανιέρισσα φορά μιαν άσπρη ποδιά και λευκό σκούφο. Είνε μια ενεργητική γυναίκα ώς σαράντα ετών. Μπαίνει βγαίνει, αεικίνητη.

«Να κάνης και λασπόλουτρα, δεν σου είπε ο γιατρός» την ρωτά.

«Οχι ακόμα, πιο ύστερα» απάντησε η χωρική.

«Τι είνε αυτά τα λασπόλουτρα;» κάνω τότε εγώ.

«Είνε λάσπη μαύρη, που βρίσκεται γύρω από τις πηγές. Την κουβαλάμε από τον Πλάτανο, όπου βρήσκονται η περισσότερες πηγές και οι άρρωστοι την βάζουνε στα χέρια τους ή στα πόδια, όση ώρα τους πη ο γιατρός».

«Και πραγματικά κάνει καλό;».

«Ετσι λένε. Και εγώ με τα μάτια μου είδα ανθρώπους που είχαν τα χέρια ή τα πόδια πρησμένα, και ύστερα από πέντε ή έξη φορές που βάλανε λάσπη, το πρήξιμο πέρασε».

Ενα σωρό λαϊκοί άνθρωποι έρχονται και περιμένουν τώρα για λουτρό. Ο ένας περπατά με μπαστούνι, ο άλλος δεν μπορεί να γυρίση το σβέρκο του.

Περιμένοντας να κάνουν το μπάνιο τους, όπως στις αίθουσες των λαϊκών ιατρείων, οι ασθενείς μιλάνε αναμεταξύ τους. Ο ένας λέει για τους πόνους του, ο άλλος για τα θαύματα που κάνουν τα λουτρά της Αιδηψού, ο τρίτος για την αντίδραση που φέρουν.

«Να μη φοβηθής κυρά μου αν στις αρχές νοιώσης περισσότερο τους πόνους, πάνω στα πέντε έξη μπάνια. Αυτό θα πη πως τα νερά αρχίσανε να σε ωφελούνε».

Σε λίγο λένε της χωρικής δυο μπανιέρισσες, έρχονται να πάρουν την πιασμένη γυναίκα από ρευματισμούς, για να την γδύσουν στην καμπίνα της και να την βάλουν στην μπανιέρα.

Σε κάθε κίνησι που της κάνουν για να βγάλη το φουστάνι, την ακούω πίσω από τις σανίδες, να βογγά και να φωνάζη:

«Θα γίνης καλά, σου λέω. Κάνε υπομονή» της λέγει η ενεργητική μπανιέρισσα.

Και μένα μου λέει η ίδια, σαν βγήκε να πάρη πετσέτες.

«Λοιπόν κυρία Νάκου, αν έχετε περιέργεια ελάτε σε λίγες μέρες για να δήτε με τα μάτια σας και να γράψετε τι καλυτέρευσι θάχη στα οκτώ ή δέκα μπάνια αυτή η γυναίκα».

Κοντεύει η ώρα δέκα. Ο κόσμος έχει πέσει όλος μαζί και πολλοί αναμένουν ορθοί.

Πριν να φύγω, ζητώ να δω και τις γούρνες. Είνε καθαρώτατες. Το νερό όπως είνε ζεματιστό και απολυμαντικό, καθαρίζει αμέσως από τα μικρόβια τις μπανιέρες.

Η Αιδηψός έχει πολύ προοδέψει σε όλα. Αυτή είνε η αλήθεια. Και είνε προσιτή όπως είπαμε, στους πλούσιους όπως και στους φτωχούς.

Και αυτό είνε ένα από τα πιο καλά που έχει. Γιατί θα ήταν φοβερό να μπορούνε να έρχονται για λουτρά μόνο οι πλούσιοι, και οι φτωχοί πιασμένοι να μη έχουν πού να σταθούνε. Η Ανω Αιδηψός έχει πάμφθηνες κατοικίες ή δωμάτια που μπορεί κανείς να μαγειρέψη μέσα.

Το βράδυ πλούσιοι και φτωχοί χαίρονται στην παραλία την δροσιά που έρχεται από τη θάλασσα. Χωρίς να πλήττουν κάνουν τον περίπατό τους ώς κάτω στο Αμπελάκι, όπου ψήνουν τα ορεκτικά γουρουνόπουλα και το περίφημο κοκορέτσι.

Εφημερίδα «Ακρόπολις», 22.8.1938




ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/08/2008

ΠΗΓΗ: http://www.enet.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου